Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόσις
δοσοληψία
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
δούλευσις
View word page
δουλαγωγέω
to make a slave, treat as such

ShortDef

to make a slave, treat as such

Debugging

Headword:
δουλαγωγέω
Headword (normalized):
δουλαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
δουλαγωγεω
IDX:
23948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23949
Key:

Data

{'content': 'to make a slave, treat as such'}