Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δόσιμος
δόσις
δοσοληψία
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
δουλελεύθερος
δούλευμα
View word page
δουκικός
ducianus
ShortDef
ducianus
Debugging
Headword:
δουκικός
Headword (normalized):
δουκικός
Headword (normalized/stripped):
δουκικος
IDX:
23947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23948
Key:
Data
{'content': 'ducianus'}