Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δόρωσις
δοσείω
δόσιμος
δόσις
δοσοληψία
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
δουλέκδουλος
View word page
δοτός
granted
ShortDef
granted
Debugging
Headword:
δοτός
Headword (normalized):
δοτός
Headword (normalized/stripped):
δοτος
IDX:
23945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23946
Key:
Data
{'content': 'granted'}