Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορώσιμος
δόρωσις
δοσείω
δόσιμος
δόσις
δοσοληψία
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
δούλειος
View word page
δοτικός
inclined to give, giving freely

ShortDef

inclined to give, giving freely

Debugging

Headword:
δοτικός
Headword (normalized):
δοτικός
Headword (normalized/stripped):
δοτικος
IDX:
23944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23945
Key:

Data

{'content': 'inclined to give, giving freely'}