Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορυφόρος
δορώσιμος
δόρωσις
δοσείω
δόσιμος
δόσις
δοσοληψία
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
δουκικός
δουλαγωγέω
δουλαγωγία
δουλαγωγός
δουλαπατία
δουλάριον
δουλεία
View word page
δοτήρ
a giver, dispenser

ShortDef

a giver, dispenser

Debugging

Headword:
δοτήρ
Headword (normalized):
δοτήρ
Headword (normalized/stripped):
δοτηρ
IDX:
23943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23944
Key:

Data

{'content': 'a giver, dispenser'}