Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορυσσόος
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
δορυφόρος
δορώσιμος
δόρωσις
δοσείω
δόσιμος
δόσις
δοσοληψία
Δοτάμας
δότειρα
δοτέος
δοτήρ
δοτικός
δοτός
δουκηνάριος
View word page
δοσείω
to be inclined to give

ShortDef

to be inclined to give

Debugging

Headword:
δοσείω
Headword (normalized):
δοσείω
Headword (normalized/stripped):
δοσειω
IDX:
23936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23937
Key:

Data

{'content': 'to be inclined to give'}