Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορύκνιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
δορυφόρος
δορώσιμος
δόρωσις
δοσείω
δόσιμος
δόσις
δοσοληψία
View word page
δορυφόρημα
a body of guards

ShortDef

a body of guards

Debugging

Headword:
δορυφόρημα
Headword (normalized):
δορυφόρημα
Headword (normalized/stripped):
δορυφορημα
IDX:
23929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23930
Key:

Data

{'content': 'a body of guards'}