Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δόρυκλος
δορύκνιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
δορυφόρος
δορώσιμος
δόρωσις
δοσείω
δόσιμος
δόσις
View word page
δορυφορέω
to attend as a bodyguard

ShortDef

to attend as a bodyguard

Debugging

Headword:
δορυφορέω
Headword (normalized):
δορυφορέω
Headword (normalized/stripped):
δορυφορεω
IDX:
23928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23929
Key:

Data

{'content': 'to attend as a bodyguard'}