Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυκέντειρα
Δόρυκλος
δορύκνιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
δορυφορία
δορυφορικός
View word page
δορυξόος
a maker of spears

ShortDef

a maker of spears

Debugging

Headword:
δορυξόος
Headword (normalized):
δορυξόος
Headword (normalized/stripped):
δορυξοος
IDX:
23922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23923
Key:

Data

{'content': 'a maker of spears'}