Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυκέντειρα
Δόρυκλος
δορύκνιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφόρησις
View word page
δορυμήστωρ
skilled with the spear

ShortDef

skilled with the spear

Debugging

Headword:
δορυμήστωρ
Headword (normalized):
δορυμήστωρ
Headword (normalized/stripped):
δορυμηστωρ
IDX:
23920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23921
Key:

Data

{'content': 'skilled with the spear'}