Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυκέντειρα
Δόρυκλος
δορύκνιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφόνος
δορυφορέω
δορυφόρημα
View word page
δορύκνιον
Convolvulus oleaefolius

ShortDef

Convolvulus oleaefolius

Debugging

Headword:
δορύκνιον
Headword (normalized):
δορύκνιον
Headword (normalized/stripped):
δορυκνιον
IDX:
23919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23920
Key:

Data

{'content': 'Convolvulus oleaefolius'}