Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυκέντειρα
Δόρυκλος
δορύκνιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφόνος
δορυφορέω
View word page
Δόρυκλος
Doryclus
ShortDef
Doryclus
Debugging
Headword:
Δόρυκλος
Headword (normalized):
δόρυκλος
Headword (normalized/stripped):
δορυκλος
IDX:
23918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23919
Key:
Data
{'content': 'Doryclus'}