Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυκέντειρα
Δόρυκλος
δορύκνιον
δορυμήστωρ
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
View word page
δόρυ
tree, plank, spear

ShortDef

tree, plank, spear

Debugging

Headword:
δόρυ
Headword (normalized):
δόρυ
Headword (normalized/stripped):
δορυ
IDX:
23913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23914
Key:

Data

{'content': 'tree, plank, spear'}