Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυκέντειρα
Δόρυκλος
δορύκνιον
δορυμήστωρ
View word page
δόρπιος
belonging to the feast

ShortDef

belonging to the feast

Debugging

Headword:
δόρπιος
Headword (normalized):
δόρπιος
Headword (normalized/stripped):
δορπιος
IDX:
23910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23911
Key:

Data

{'content': 'belonging to the feast'}