Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
δορυκέντειρα
Δόρυκλος
δορύκνιον
View word page
δορπιάζω
take an evening meal

ShortDef

take an evening meal

Debugging

Headword:
δορπιάζω
Headword (normalized):
δορπιάζω
Headword (normalized/stripped):
δορπιαζω
IDX:
23909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23910
Key:

Data

{'content': 'take an evening meal'}