Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
δορύδιον
δορυδρέπανον
View word page
δορπήϊον
food, a meal

ShortDef

food, a meal

Debugging

Headword:
δορπήϊον
Headword (normalized):
δορπήϊον
Headword (normalized/stripped):
δορπηιον
IDX:
23906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23907
Key:

Data

{'content': 'food, a meal'}