Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
δόρυ
δορυβόλος
View word page
δορόω
coat, plaster

ShortDef

coat, plaster

Debugging

Headword:
δορόω
Headword (normalized):
δορόω
Headword (normalized/stripped):
δοροω
IDX:
23904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23905
Key:

Data

{'content': 'coat, plaster'}