Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
δορποφόρος
View word page
δοροεργής
tanning

ShortDef

tanning

Debugging

Headword:
δοροεργής
Headword (normalized):
δοροεργής
Headword (normalized/stripped):
δοροεργης
IDX:
23902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23903
Key:

Data

{'content': 'tanning'}