Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
δόρπον
View word page
δόρκων
ship
ShortDef
ship
Debugging
Headword:
δόρκων
Headword (normalized):
δόρκων
Headword (normalized/stripped):
δορκων
IDX:
23901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23902
Key:
Data
{'content': 'ship'}