Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
δόρπιος
View word page
δόρκειος
of a deer

ShortDef

of a deer

Debugging

Headword:
δόρκειος
Headword (normalized):
δόρκειος
Headword (normalized/stripped):
δορκειος
IDX:
23900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23901
Key:

Data

{'content': 'of a deer'}