Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
δορπιάζω
View word page
δορκάς
a kind of deer
ShortDef
a kind of deer
Debugging
Headword:
δορκάς
Headword (normalized):
δορκάς
Headword (normalized/stripped):
δορκας
IDX:
23899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23900
Key:
Data
{'content': 'a kind of deer'}