Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγακτίμενος
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
View word page
ἄγαλμα
a glory, delight, honour; a cult statue
ShortDef
a glory, delight, honour; a cult statue
Debugging
Headword:
ἄγαλμα
Headword (normalized):
ἄγαλμα
Headword (normalized/stripped):
αγαλμα
IDX:
238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-239
Key:
Data
{'content': 'a glory, delight, honour; a cult statue'}