Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
Δορπία
View word page
δόρκανα
quick-sightedly, accurately

ShortDef

quick-sightedly, accurately

Debugging

Headword:
δόρκανα
Headword (normalized):
δόρκανα
Headword (normalized/stripped):
δορκανα
IDX:
23898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23899
Key:

Data

{'content': 'quick-sightedly, accurately'}