Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
δορπήϊον
δορπηστός
View word page
δορκαλίς
deer; made of the vertebrae of an antelope

ShortDef

deer; made of the vertebrae of an antelope

Debugging

Headword:
δορκαλίς
Headword (normalized):
δορκαλίς
Headword (normalized/stripped):
δορκαλις
IDX:
23897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23898
Key:

Data

{'content': 'deer; made of the vertebrae of an antelope'}