Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
δορπέω
View word page
δορκαδίζω
bound like an antelope

ShortDef

bound like an antelope

Debugging

Headword:
δορκαδίζω
Headword (normalized):
δορκαδίζω
Headword (normalized/stripped):
δορκαδιζω
IDX:
23895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23896
Key:

Data

{'content': 'bound like an antelope'}