Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
δόρκειος
δόρκων
δοροεργής
δορός
δορόω
View word page
δορκάδειος
of an antelope
ShortDef
of an antelope
Debugging
Headword:
δορκάδειος
Headword (normalized):
δορκάδειος
Headword (normalized/stripped):
δορκαδειος
IDX:
23894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23895
Key:
Data
{'content': 'of an antelope'}