Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
δορκάς
View word page
Δορίσκος
Doriscus
ShortDef
Doriscus
Debugging
Headword:
Δορίσκος
Headword (normalized):
δορίσκος
Headword (normalized/stripped):
δορισκος
IDX:
23889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23890
Key:
Data
{'content': 'Doriscus'}