Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
δορκάδιον
δορκαλίς
δόρκανα
View word page
δορισθενής
mighty with the spear

ShortDef

mighty with the spear

Debugging

Headword:
δορισθενής
Headword (normalized):
δορισθενής
Headword (normalized/stripped):
δορισθενης
IDX:
23888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23889
Key:

Data

{'content': 'mighty with the spear'}