Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαδίζω
View word page
δορίπονος
toiling with the spear

ShortDef

toiling with the spear

Debugging

Headword:
δορίπονος
Headword (normalized):
δορίπονος
Headword (normalized/stripped):
δοριπονος
IDX:
23885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23886
Key:

Data

{'content': 'toiling with the spear'}