Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
View word page
δορίπληκτος
smitten by the spear

ShortDef

smitten by the spear

Debugging

Headword:
δορίπληκτος
Headword (normalized):
δορίπληκτος
Headword (normalized/stripped):
δοριπληκτος
IDX:
23884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23885
Key:

Data

{'content': 'smitten by the spear'}