Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
View word page
δοριπετής
fallen by the spear

ShortDef

fallen by the spear

Debugging

Headword:
δοριπετής
Headword (normalized):
δοριπετής
Headword (normalized/stripped):
δοριπετης
IDX:
23883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23884
Key:

Data

{'content': 'fallen by the spear'}