Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
View word page
δορίπαλτος
wielding the spear

ShortDef

wielding the spear

Debugging

Headword:
δορίπαλτος
Headword (normalized):
δορίπαλτος
Headword (normalized/stripped):
δοριπαλτος
IDX:
23882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23883
Key:

Data

{'content': 'wielding the spear'}