Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
δορισθενής
Δορίσκος
View word page
δορίμαχος
fighting with the spear

ShortDef

fighting with the spear

Debugging

Headword:
δορίμαχος
Headword (normalized):
δορίμαχος
Headword (normalized/stripped):
δοριμαχος
IDX:
23879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23880
Key:

Data

{'content': 'fighting with the spear'}