Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορίς
View word page
δοριμανής
raging with the spear

ShortDef

raging with the spear

Debugging

Headword:
δοριμανής
Headword (normalized):
δοριμανής
Headword (normalized/stripped):
δοριμανης
IDX:
23877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23878
Key:

Data

{'content': 'raging with the spear'}