Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
δοριπτοίητος
View word page
δοριλύμαντος
destroyed by the spear

ShortDef

destroyed by the spear

Debugging

Headword:
δοριλύμαντος
Headword (normalized):
δοριλύμαντος
Headword (normalized/stripped):
δοριλυμαντος
IDX:
23876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23877
Key:

Data

{'content': 'destroyed by the spear'}