Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπληκτος
δορίπονος
View word page
δορίληπτος
won by the spear

ShortDef

won by the spear

Debugging

Headword:
δορίληπτος
Headword (normalized):
δορίληπτος
Headword (normalized/stripped):
δοριληπτος
IDX:
23875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23876
Key:

Data

{'content': 'won by the spear'}