Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
View word page
δορίκτητος
won by the spear

ShortDef

won by the spear

Debugging

Headword:
δορίκτητος
Headword (normalized):
δορίκτητος
Headword (normalized/stripped):
δορικτητος
IDX:
23873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23874
Key:

Data

{'content': 'won by the spear'}