Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
View word page
δορίκρανος
spear-headed
ShortDef
spear-headed
Debugging
Headword:
δορίκρανος
Headword (normalized):
δορίκρανος
Headword (normalized/stripped):
δορικρανος
IDX:
23872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23873
Key:
Data
{'content': 'spear-headed'}