Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορίμαργος
View word page
δοριθήρατος
taken by the spear

ShortDef

taken by the spear

Debugging

Headword:
δοριθήρατος
Headword (normalized):
δοριθήρατος
Headword (normalized/stripped):
δοριθηρατος
IDX:
23868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23869
Key:

Data

{'content': 'taken by the spear'}