Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
View word page
δορίδμητος
subdued by the spear

ShortDef

subdued by the spear

Debugging

Headword:
δορίδμητος
Headword (normalized):
δορίδμητος
Headword (normalized/stripped):
δοριδμητος
IDX:
23867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23868
Key:

Data

{'content': 'subdued by the spear'}