Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
View word page
δοριάλωτος
captive of the spear, taken in war

ShortDef

captive of the spear, taken in war

Debugging

Headword:
δοριάλωτος
Headword (normalized):
δοριάλωτος
Headword (normalized/stripped):
δοριαλωτος
IDX:
23865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23866
Key:

Data

{'content': 'captive of the spear, taken in war'}