Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίκτυπος
View word page
δοριαλωσία
a being taken by storm

ShortDef

a being taken by storm

Debugging

Headword:
δοριαλωσία
Headword (normalized):
δοριαλωσία
Headword (normalized/stripped):
δοριαλωσια
IDX:
23864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23865
Key:

Data

{'content': 'a being taken by storm'}