Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
δορίκρανος
View word page
δορήϊος
wooden
ShortDef
wooden
Debugging
Headword:
δορήϊος
Headword (normalized):
δορήϊος
Headword (normalized/stripped):
δορηιος
IDX:
23862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23863
Key:
Data
{'content': 'wooden'}