Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
δορικός
View word page
δορεύς
flayer
ShortDef
flayer
Debugging
Headword:
δορεύς
Headword (normalized):
δορεύς
Headword (normalized/stripped):
δορευς
IDX:
23861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23862
Key:
Data
{'content': 'flayer'}