Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
δορικανής
δορικμής
View word page
δορατοπαχής
of a spear's thickness

ShortDef

of a spear's thickness

Debugging

Headword:
δορατοπαχής
Headword (normalized):
δορατοπαχής
Headword (normalized/stripped):
δορατοπαχης
IDX:
23860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23861
Key:

Data

{'content': "of a spear's thickness"}