Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
δοριθήρατος
View word page
δορατοθήκη
spear-case
ShortDef
spear-case
Debugging
Headword:
δορατοθήκη
Headword (normalized):
δορατοθήκη
Headword (normalized/stripped):
δορατοθηκη
IDX:
23858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23859
Key:
Data
{'content': 'spear-case'}