Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δορίδμητος
View word page
δορατισμός
a fighting with spears

ShortDef

a fighting with spears

Debugging

Headword:
δορατισμός
Headword (normalized):
δορατισμός
Headword (normalized/stripped):
δορατισμος
IDX:
23857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23858
Key:

Data

{'content': 'a fighting with spears'}