Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
View word page
δοράτιον
(small) spear (dim. of δόρυ)

ShortDef

(small) spear (dim. of δόρυ)

Debugging

Headword:
δοράτιον
Headword (normalized):
δοράτιον
Headword (normalized/stripped):
δορατιον
IDX:
23856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23857
Key:

Data

{'content': '(small) spear (dim. of δόρυ)'}