Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
δοριάλωτος
View word page
δορατίζομαι
fight with spears

ShortDef

fight with spears

Debugging

Headword:
δορατίζομαι
Headword (normalized):
δορατίζομαι
Headword (normalized/stripped):
δορατιζομαι
IDX:
23855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23856
Key:

Data

{'content': 'fight with spears'}