Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
δορίαλλος
δοριαλωσία
View word page
δόραντον
horn for glue

ShortDef

horn for glue

Debugging

Headword:
δόραντον
Headword (normalized):
δόραντον
Headword (normalized/stripped):
δοραντον
IDX:
23854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23855
Key:

Data

{'content': 'horn for glue'}